Την τελευταία τριετία, η ζήτηση του πετρελαίου θέρμανσης όλο και μειώνεται, με κύρια αιτία την αρκετά υψηλή του τιμή αλλά και τα χρήματα που μπορεί να διαθέσει κάθε σπίτι για να καλύψει την ανάγκη της θέρμανσής του. Μάλιστα κατά το περασμένο έτος η μείωση της ζήτησης του πετρελαίου άγγιξε και το υπερβολικά υψηλό ποσοστό του 80%.
Είναι λοιπόν πολύ λογικό να καταλάβουμε ότι οι καταναλωτές προτίμησαν να καταφύγουν σε άλλες πηγές θέρμανσης που πιθανόν να τους συμφέρει από άποψη κόστους. Επειδή όμως τα πολλά λόγια είναι φτώχια, πάμε να δούμε μία μία τις εναλλακτικές πηγές θέρμανσης, οι οποίες όλο και αυξάνουν το ποσοστό ζήτησής τους.
Η πρώτη από αυτές είναι η λεγόμενη βιομάζα. Η βιομάζα είναι η καύσιμη ύλη με το μικρότερο κόστος, αφού αποτελείται από οτιδήποτε οργανικό. Δηλαδή από σχεδόν τα πάντα. Τα πιο συνηθισμένα υλικά που χρησιμοποιούνται είναι τα κουκούτσια ελιάς, τα τσόφλια από καρύδια και αμύγδαλα και οτιδήποτε άλλο παρεμφερές. Δεν είναι λοιπόν καθόλου περίεργο η μεγάλη αύξηση χρήσης της βιομάζας στην επαρχία. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η χρήση καμινάδας στις μονάδες καύσεις της βιομάζας. Τα μόνα αρνητικά που θα μπορούσε να πει κανείς ότι συναντά σε αυτή τη περίπτωση, είναι ο χώρος που απαιτείτε για την αποθήκευση της καύσιμης ύλης καθώς και η αρνητική επιρροή της υγρασίας σε αυτή, ενώ και οι δυσοσμίες που πιθανόν να εμφανιστούν κατά την καύση.
Επόμενη πηγή θέρμανσης είναι το πέλλετ. Το πέλλετ στην ουσία έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ξύλου με το πολύ βασικό πλεονέκτημα της ομοιόμορφης κατανομής της θερμότητας. Αυτό σημαίνει ότι η καύση δεν θα έχει σκαμπανεβάσματα όπως όταν καίγεται ένα ξύλο. Η τιμή του είναι περίπου στα 0,35 ευρώ αλλά η θερμαντική του απόδοση είναι κατά 50% χαμηλότερη από αυτή του πετρελαίου. Δηλαδή απαιτεί τη διπλάσια ποσότητα για να αποδώσει όσο το πετρέλαιο, αλλά και πάλι παραμένει φθηνότερη επιλογή. Και σε αυτή την περίπτωση το αρνητικό είναι η απαίτηση μεγάλου χώρου, χωρίς υγρασία, για την αποθήκευσή του.
Το παραδοσιακό ξύλο, με τιμή στα 0,20 ευρώ συνεχίζει να αποτελεί από τις πιο οικονομικές επιλογές θέρμανσης. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε σε σόμπες είτε σε τζάκι. Τα μειονεκτήματά του είναι ίδια με τις προηγούμενες δύο περιπτώσεις (η ανάγκη για χώρο χωρίς υγρασία), ενώ όπως προαναφέραμε και τα σκαμπανεβάσματα τα οποία θα έχει η θερμότητα που εκπέμπεται.
Ξεφεύγοντας από τα είδη καύσης, πηγαίνουμε στην κατηγορία του ηλεκτρικού ρεύματος. Τα κλιματιστικά inverter παραμένουν μια καλή επιλογή, καθότι σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ηλεκτρικές πηγές θέρμανσης είναι η οικονομικότερη. Όσον αφορά το κόστος, η αρχική αγορά ενός σύγχρονου κλιματιστικού απαιτεί κάποιο αξιόλογο ποσό ενώ πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν και τις χρεώσεις της ΔΕΗ ανάλογα με τα επίπεδα κατανάλωσης του ρεύματος.
Στην επόμενη κατηγορία θα τοποθετήσουμε τα αερόθερμα, τους θερμοπομπούς και τα κλιματιστικά παλαιού τύπου. Είναι από τις ακριβότερες επιλογές για τη θέρμανση ενός σπιτιού καθότι απαιτούν αρκετή ηλεκτρική ενέργεια. Το μεγάλο θετκό τους είναι το χαμηλό κόστος αγοράς και η εύκολη τοποθέτησή τους.
Ως τελευταία πηγή θα τοποθετήσουμε το φυσικό αέριο. Τα τελευταία χρόνια η ζήτησή του έχει εκτοξευτεί και όχι άδικα, αφού οι καταναλωτές που το προτίμησαν εξοικονόμησαν από 20% έως και 35% σε σύγκριση με το πετρέλαιο. Το κόστος για την εγκατάσταση σε μια πολυκατοικία (περίπου 4.000 - 4.500 ευρώ) αν και φαντάζει αρκετά μεγάλο, στην πραγματικότητα η απόσβεση σε σύγκριση με το πετρέλαιο, γίνεται μέσα σε μόλις ένα έτος. Το μεγάλο αρνητικό του είναι η προαπαίτηση δικτύου Φυσικού Αερίου, κάτι που δεν συναντάται σε όλες τις περιοχές της χώρας μας.