Οι εγκαταστάσεις θέρμανσης έχουν σαν βασικό σκοπό τον έλεγχο της θερμοκρασίας ενός χώρου κατά το χειμώνα.
Σε σύγκριση με μια τυπική κλιματιστική εγκατάσταση, η οποία ελέγχει τους 4 βασικούς παράγοντες που προσδιορίζουν το κλιματιστικό περιβάλλον (θερμοκρασία, υγρασία, κίνηση και καθαρότητα αέρα), η εγκατάσταση θερμάνσεως ελέγχει ένα μόνο από αυτούς τους παράγοντες, τη θερμοκρασία, και μάλιστα μόνο κατά μία κατεύθυνση, δηλαδή την αυξάνει. Σημειώνομε εδώ ότι η αύξηση της θερμοκρασίας επηρεάζει και τη σχετική υγρασία του χώρου, η οποία μειώνεται. H μεταβολή όμως αυτή της σχετικής υγρασίας στις εγκαταστάσεις θερμάνσεως είναι ανεξέλεγκτη και όχι ελεγχόμενη, όπως είναι στις κλιματιστικές εγκαταστάσεις.
Από τους προϊστορικούς ακόμα χρόνους οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν την φωτιά για τη θέρμανσή τους. H φωτιά προερχόταν από τα ξύλα που είναι το αρχαιότερο από τα καύσιμα. Τα ξύλα καίγονταν πάνω σε μια ανοικτή εστία που χρησίμευε και για τη παρασκευή φαγητών και που θα μπορούσε να λεχθεί ότι αποτελεί την πιο παλιά «συσκευή» τοπικής θερμάνσεως, όπως φαίνεται και από τα υπολείμματα από ανοικτές εστίες της Λίθινης ακόμα Εποχής που έχουν βρεθεί. Αργότερα έκαιγαν τα ξύλα σε εστίες-δοχεία, φτιαγμένες από λάσπη και χόρτα. Το κάψιμο των ξύλων όμως, δημιουργούσε πολλούς καπνούς. Έτσι από πολύ νωρίς, κυρίως στις ακτές της Μεσογείου, την Κίνα και την Ιαπωνία, πρόσεξαν ότι οι ξυλάνθρακες, που τους έφτιαχναν από τα ξύλα, ήταν ένα καύσιμο που δεν δημιουργούσε καπνούς.
Μια περαιτέρω εξέλιξη αποτέλεσε η ανακάλυψη της καπνοδόχου που την τοποθετούσαν στην αρχή πάνω από το κέντρο της οροφής του χώρου.
Αργότερα η καπνοδόχος αποτελούσε προέκταση του τζακιού, το οποίο επινοήθηκε στην Ευρώπη τον 13ο αιώνα, και ήταν η εξέλιξη της ανοικτής εστίας (σχ. 1.1α). Έτσι, ο θερμαινόμενος χώρος απαλλάχθηκε οριστικά όχι μόνο από τους καπνούς, αλλά και από τα αέρια της καύσεως. Οι προσπάθειες για βελτίωση της αποδόσεως των τζακιών (ανοικτών εστιών) δεν ήταν πάντα επιτυχείς και μέχρι και σήμερα ακόμα τα τζάκια έχουν τις μεγαλύτερες απώλειες θερμότητας, δηλαδή τη μεγαλύτερη σπατάλη καυσίμου. Πολλές φορές τα τζάκια χρησιμοποιούνται μόνο για την ομορφιά και τη χαρούμενη ατμόσφαιρα που δημιουργούν στο χώρο διαμονής.
Οι σόμπες (ή θερμάστρες), οι οποίες είναι κλειστές εστίες φωτιάς με καπνοδόχο για την απαγωγή των καυσαερίων και στις οποίες η απώλεια θερμότητας είναι πολύ μικρότερη απ' ό,τι στα τζάκια, φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκαν πρώτα από τους Κινέζους, από το 600 π.Χ. Από εκεί, μέσα από τη Ρωσία, οι σόμπες γίνονται γνωστές στη Γερμανία και γενικά στις ευρωπαϊκές χώρες, όπου χρησιμοποιούνται συχνά ακόμα και σήμερα ως εστίες οικογενειακής ζωής.
Από την Ευρώπη, μέσω του Ατλαντικού οι σόμπες βρέθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου αναφέρεται η βιομηχανική κατασκευή της πρώτης χυτοσιδερένιας σόμπας το 1 642. 0 Βενιαμίν Φράνκλιν στα 1740 επινόησε ένα βελτιωμένο μοντέλο σόμπας (σχ. 1.1 β), την προκάτοχο της παραδοσιακής στρογγυλής σόμπας. H σόμπα του Βενιαμίν Φράνκλιν, που έκαιγε ξύλα πάνω σε μια σχάρα, θέρμαινε αγροικίες, αλλά και σπίτια σε πόλεις, για περισσότερο από δύο αιώνες. Στον 20ο αιώνα, μοντέλα της κατασκευάζονταν από ατσάλι. H σόμπα αποτελεί ακόμα ένα συνηθισμένο τρόπο οικιακής θερμάνσεως σε ψυχρές χώρες της Ευρώπης και της
Βόρειας Αμερικής.
Παραλλαγές της σόμπας που καίει ανθρακίτη, η καύση του οποίου διαρκεί περισσότερο χωρίς ιδιαίτερη επίβλεψη, ήταν κάποτε πολύ διαδομένες, εγκαταλείφθηκαν όμως λόγω του υψηλού κόστους του ανθρακίτη αλλά και λόγω της αυξανόμενης προτιμήσεως άλλων πιο σύγχρονων τύπων σόμπας. Έτσι οι σόμπες πετρελαίου και υγραερίου χρησιμοποιούνται ακόμα πιο πολύ μέχρι και σήμερα, γιατί προσφέρονται με βελτιωμένες μεθόδους αυτόματης ρυθμίσεως της καύσεως. Με τη συνεχιζόμενη μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, αύξηση της τιμής του πετρελαίου πρέπει να αναμένεται πλατύτερη χρησιμοποίηση των υγραερίων και ίσως και νέα στροφή της καταναλώσεως προς το κάρβουνο ως καύσιμο, με τελειότερα ακόμα συστήματα και συσκευές καύσεως.
Τέλος, μια τελευταία εξέλιξη στον τομέα της θερμάστρας, αποτελούν οι θερμοσυσσωρευτές, οι οποίοι στην ουσία είναι σόμπες αποταμιεύσεως θερμότητας, που κυρίως λειτουργούν με νυκτερινό ηλεκτρικό ρεύμα.
Αυτό που λέμε σήμερα κεντρική θέρμανση, δηλαδή θέρμανση ενός χώρου από φωτιά που βρίσκεται έξω από το θερμαινόμενο χώρο, πιστεύεται ότι είχε επινοηθεί από τους Λακεδαιμόνιους, που πρώτοι είχαν χρησιμοποιήσει τα θερμαινόμενα δάπεδα. Το Μεγάλο Τέμπλο στην Έφεσο (350 π.Χ.) πιστεύεται ότι θερμαινόταν από οριζόντια τμήματα καπνοδόχων μέσα στο δάπεδο, με χρησιμοποίηση λιγνίτη ως καυσίμου. Παρόλο όμως που οι Έλληνες αντιλήφθηκαν πρώτοι τα πλεονεκτήματα της κεντρικής θερμάνσεως, οι Ρωμαίοι ήταν εκείνοι που αναδείχθηκαν ως οι ανώτεροι τεχνικοί θερμάνσεως στην αρχαιότητα με το υποκαυστικό σύστημά τους, το οποίο διαδόθηκε σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας τους, όπως αποδεικνύεται από κατάλοιπα τέτοιων εγκαταστάσεων που βρέθηκαν σε πολλά μέρη της Ευρώπης (σχ. 1.1 γ). Στο κεντρικό αυτό σύστημα θερμάνσεως, το δάπεδο υπερυψωνόταν πάνω σε βάσεις (μικρές κολώνες) και τα θερμά αέρια από την κάμινο διοχετεύονταν στον κενό χώρο κάτω από το δάπεδο, το οποίο έτσι ζεσταινόταν.
Στη συνέχεια τα καυσαέρια απάγονταν μέσω εντοιχισμένων κεραμικών σωλήνων με πλευρικά ανοίγματα εξόδου (χωρίς καμινάδες).
Οι εγκαταστάσεις αυτές στα θερμότερα κλίματα (π.χ. Ιταλία) εφαρμόζονταν κυρίως στα λουτρά, όπως είναι τα Λουτρά του Καρακάλλα (3ος αιώνας μ.Χ.), ενώ στα ψυχρότερα κλίματα (π.χ. Αγγλία) με τα συστήματα αυτά θερμαίνονταν όχι μόνο τα μπάνια, αλλά και τα σαλόνια και μερικές φορές και άλλα δωμάτια. Τα καύσιμα που χρησιμοποιούσαν ήταν ξυλάνθρακες, κομμένα κλαδιά και κάρβουνο. Κάρβουνο έχει βρεθεί ότι χρησιμοποιούσαν σε 20 περιπτώσεις κτιρίων στην αρχαία Βρετανία.
Κατά το Μεσαίωνα παρατηρήθηκε επιστροφή σε λιγότερο πολιτισμένη μορφή ζωής. Έτσι στα κάστρα και τις κατοικίες βρίσκομε πάλι τους πρωτόγονους τρόπους θερμάνσεως. Δηλαδή μεγάλες αίθουσες (με πολλά ρεύματα αέρα) θερμαίνονταν πάλι από μια φωτιά με ξύλα στο κέντρο του πέτρινου πατώματος. Μερικές φορές
κάλυπταν με υφάσματα τα παράθυρα, τους τοιχους και τα δάπεδα για να περιορίσουν τις απώλειες θερμότητας και τα κρύα ρεύματα. Σε εκκλησίες του 12ου και 13ου αιώνα βρέθηκαν τέτοια καλύμματα με ζωγραφισμένες διάφορες παραστάσεις.
Οι άνθρωποι, για να μη κρυώνουν, φορούσαν συνήθως πολύ βαριά γούνινα παλτά, ακόμα και μέσα στα σπίτια τους. Αργότερα προτιμήθηκε πάλι η άνεση που έδινε το ενδοδαπέδιο σύστημα θερμάνσεως των Ελλήνων και των Ρωμαίων.
Μια εξελιγμένη μορφή ενδοδαπέδιας θερμάνσεως ήταν η θέρμανση αέρα (καθαρού) σε κανάλια καπναερίων που όδευαν κάτω από το δάπεδο και μέσα στους τοίχους. Μετά το σβήσιμο της φωτιάς και την απαγωγή των καπναερίων, έκλειναν την έξοδο της καπνοδόχου και άνοιγαν στο δάπεδο τις διόδους του αέρα που μέχρι
τότε ήταν κλειστές. Για πιο αποτελεσματική αποταμίευση της θερμότητας των καυσαερίων, πρόσθεταν αργότερα πέτρες σε μια σχάρα πάνω από την εστία της φωτιάς, όπως δείχνει ο τύπος του σχήματος 1.1 δ, που άρχισε να εφαρμόζεται στη Γερμανία κατά το 12ο αιώνα. Μετά το σβήσιμο της φωτιάς οι πέτρες απόδιναν την
αποθηκευμένη θερμότητα στο ρεύμα αέρα που όδευε προς τις εξόδους (στόμια) του δαπέδου.
Το υποκαυστικό σύστημα θερμάνσεως των Ρωμαίων.
α) Το μωσαϊκό δάπεδο.
β) Οι βάσεις δαπέδου (μικρές κολώνες) και τα διάκενα (κανάλια) κυκλοφορίας των καυσαερίων. γ) Σχηματική παράσταση.
Μια παραπέρα ακόμα ανάπτυξη των κεντρικών θερμάνσεων με αέρα ήταν η χρησιμοποίηση κατά το 18ο αιώνα του αερολέβητα (αντί της απλής εστίας φωτιάς).
Ο αερολέβητας (σχ. 1.1ε) αποτελούσε μια εξελιγμένη μορφή του τζακιού και της θερμάστρας (σόμπας), έχοντας για πρώτη φορά ξεχωριστές διαδρομές για τα καυσαέρια και τον καθαρό θερμό αέρα: Τα καυσαέρια απάγονται από την καμινάδα, ενώ ο καθαρός αέρας ζεσταίνεται στον κενό χώρο μεταξύ του περιβλήματος
της θερμάστρας και των κτισμένων τοιχωμάτων που την περιβάλλουν, και από εκεί διοχετεύεται στον προς θέρμανση χώρο μέσω των ανοιγμάτων του δαπέδου. Αργότερα εμφανίζονται και αερολέβητες με σιδερένιες θερμαινόμενες επιφάνειες και μεταλλικούς καπναγωγούς.
Παράλληλα, γίνονται και οι πρώτες προσπάθειες για τον αυτόματο έλεγχο της θερμοκρασίας του αερολέβητα. Το 17ο αιώνα ο Δανός μηχανικός και χημικός Κορνήλιος Ντρέμπελ επενόησε ένα θερμοκρασιακό ρυθμιστή, που ήταν ίσως το πρώτο σύστημα αυτοματισμού στην Ευρώπη της εποχής εκείνης. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, μέσα σε ένα θερμόμετρο υδραργύρου μισοβυθισμένο στον αερολέβητα, τοποθετείται ένα εξάρτημα που επιπλέει πάνω στον υδράργυρο. Με τη βοήθεια διάφορων ράβδων και περιστρεφόμενων συνδέσμων το εξάρτημα αυτό συνδέεται με ένα ανεμοφράκτη (ντάμπερ). Καθώς η θερμοκρασία μεγαλώνει μέσα στον αερολέβητα, ο υδράργυρος ανεβαίνει παρασύροντας και το εξάρτημα που επιπλέει στην επιφάνειά του. Αυτή η κίνηση μεταδίδεται στο ντάμπερ το οποίο ρυθμίζει αντίστοιχα το ρεύμα του αέρα που περνά μέσα από τον αερολέβητα. Αρκετές παραλογές αυτού του θερμοκρασιακού αυτοματισμού, παρουσιάσθηκαν αργότερα
(18ος αιώνας), όπως ο ρυθμιστής του Γουίλλιαμ Χένρυ που χρησιμοποιούσε νερό αντί για υδράργυρο και ο διμεταλλικός θερμοκρασιακός ρυθμιστής που είχε αντικαταστήσει το θερμόμετρο ρευστού με ένα μεταλλικό αισθητήριο θερμοκρασίας αποτελούμενο από δύο μεταλλικές ράβδους, διαφορετικού συντελεστή διαστολής η κάθε μια, οι οποίες ήταν τοποθετημένες έτσι ώστε η μια να περιβάλλει ομοκεντρικά την άλλη. Καθώς ο αέρας του αερολέβητα γύρω από το διμεταλλικό στοιχείο παρουσίαζε αύξηση ή μείωση της θερμοκρασίας, το στοιχείο εμφάνιζε μιας καθορισμένης κατευθύνσεως κίνηση, η οποία μεταδιδόταν με διάφορους μοχλούς (που περίπου την 100πλασίαζαν) στο ντάμπερ, το οποίο ρύθμιζε ανάλογα τον αέρα.
H χρησιμοποίηση του ατμού ως πηγής ισχύος κατά τη βιομηχανική επανάσταση του 1 8ου και 19ου αιώνα πρόσφερε ένα νέο τρόπο θερμάνσεως, τη θέρμανση με ατμό, η οποία χρησιμοποιήθηκε πρώτα για βιομηχανικές ανάγκες στα εργοστάσια.
Αργότερα ο τρόπος αυτός θερμάνσεως χρησιμοποιήθηκε και για τη θέρμανση σχολείων, εκκλησιών, δικαστηρίων, ή ακόμα και σπιτιών και θερμοκηπίων. Ο ατμός, που στις πρώτες εφαρμογές για θέρμανση έχει σχετικά ψηλή πίεση, παράγεται στον ατμολέβητα (σχ. 1.1 στ) και κυκλοφορεί μέσα σε σωλήνες και θερμαντικά
σώματα, τα οποία αποτελούνται από σωλήνες σε απλή μορφή ή σωλήνες με πτερύγια. Ο λέβητας ήταν στην αρχή κυλινδρικός, γιατί οι πρώτοι λεβητοποιοί παρατήρησαν ότι ένα δοχείο με ρευστό τείνει να πάρει κυλινδρικό ή σφαιρικό σχήμα λόγω των εσωτερικών πιέσεων του ρευστού. Το περίβλημα του λέβητα ήταν κατασκευασμένο από φύλλα χάλυβα ενωμένα μεταξύ τους με πιρτσίνια, τεχνική που αναπτύχθηκε σε υψηλό βαθμό πριν αντικατασταθεί στον 20ο αιώνα, από τη συγκόλληση των φύλλων χάλυβα. Γι' αυτό οι λέβητες αυτοί ονομάστηκαν χαλύβδινοι λέβητες.
Αργότερα, με τη χρησιμοποίηση του ατμού χαμηλής πιέσεως κατασκευάζονται και χυτοσιδερένιοι λέβητες, πρώτα-στις ΗΠΑ (1 870). Εκεί πρωτοεμφανίζονται και τα χυτοσιδερένια σπονδυλωτά θερμαντικά σώματα (1880). Με τη βελτίωση δε των μεθόδων ρυθμίσεως και ελέγχου των εγκαταστάσεων ατμού (έλεγχος πιέσεως
ατμού, ρύθμιση εστίας, ρυθμιστικές βαλβίδες κλπ.) επεκτείνεται η χρήση τους, κυρίως σε εφαρμογές μεγάλου μεγέθους.
Το 1900 κατασκευάζεται στη Δρέσδη η πρώτη εγκατάσταση κεντρικής θερμάνσεως που εξυπηρετεί περισσότερα από ένα κτίρια, η κεντρική θέρμανση πόλεως, με πάνω από 10 καταναλωτές και 1000 μέτρα περίπου μέγιστη απόσταση μεταφοράς του ατμού. Το 1928 κατασκευάζεται κάτω από τους δρόμους του Παρισιού ένα δίκτυο που διανέμει μέχρι και σήμερα ατμό για κεντρική θέρμανση σε 2200 καταναλωτές. 0 ατμός παράγεται κεντρικά σε 2 ατμολέβητες, ένα σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και 2 εγκαταστάσεις καύσεως σκουπιδιών.
Οι πολύ θερμές όμως επιφάνειες των εγκαταστάσεων ατμού ξηραίνουν τον αέρα και προκαλούν συχνά μια ανεπιθύμητη μυρωδιά καμένης σκόνης. Έτσι, από τα 1830, αρχίζουν να αναγνωρίζονται τα πλεονεκτήματα του ζεστού νερού με τις χαμηλότερες θερμοκρασίες επιφανειών και την πιο «γλυκιά», σε σύγκριση με τον ατμό, θέρμανση. Ένα από τα πρώτα τέτοια συστήματα ήταν εγκαταστημένο στο Νοσοκομείο του Γουέστμίνστερ στο Λονδίνο.
Από τότε, το ζεστό νερό σε χαμηλή πίεση συνεχίζει να παίζει ένα πρωταρχικό ρόλο μεταξύ των μεθόδων θερμάνσεως. Χρησιμοποιείται στα καλοριφέρ, σε θερμάνσεις δαπέδου ή οροφής και ακόμα για θέρμανση αέρα που μοιράζεται στους χώρους μιας οικοδομής με τη βοήθεια ανεμιστήρων. Στην αρχή, η κυκλοφορία του νερού γινόταν με τη βαρύτητα (θερμοσιφωνικό φαινόμενο) (σχ. 1.1 ζ). Γύρω στο 1850 ιδρύονται στη Γερμανία και οι πρώτες βιομηχανίες κεντρικής θερμάνσεως, ενώ το 1 885 δημιουργείται στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου έδρα για τη θέρμανση και τον εξαερισμό με καθηγητή τον Herman Rietchel, ο οποίος παρουσίασε την επιστημονική θεμελίωση της τεχνικής της θερμάνσεως.
Από την αρχή του αιώνα μας αρχίζουν να χρησιμοποιούνται αντλίες ή κυκλοφορητές (σχ. 1.1η) για την κυκλοφορία του νερού, εκτοπίζοντας σιγά-σιγά τη θέρμανση με ατμό, η οποία περιορίζεται σε μεγάλες εγκαταστάσεις και σε εργοστάσια.
Το 1831, στην Αγγλία, ο Zacob Perkins επινοεί μια επαναστατική μέθοδο θερμάνσεως με ζεστό νερό υψηλής πιέσεως, τη θέρμανση με υπέρθερμο νερό. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή ένα συνεχές δίκτυο από πολύ ανθεκτικούς σωλήνες, μετέφερε σε ένα κλειστό σύστημα θερμαντικών σωμάτων το νερό που θερμαίνονταν
μέσα σε ένα θερμαντικό στοιχείο του κυκλώματος, τοποθετημένο μέσα στο λέβητα. H κυκλοφορία γινόταν με βάση το θερμοσιφωνικό φαινόμενο. Το σύστημα, παρά τις υψηλές θερμοκρασίες του, διαδόθηκε πολύ γιατί οι σωληνώσεις του ήταν μικρές, σε σύγκριση με τις τεράστιες σωληνώσεις των συυστημάτων χαμηλής πιέσεως. Αργότερα (1925) το σύστημα αυτό βελτιώθηκε με προσθήκη κυκλοφορητή και, αφού αναπτύχθηκε σε ένα μοντέρνο σύστημα στην ηπειρωτική Ευρώπη, διαδόθηκε αργότερα και αλλού, κυρίως για κεντρική θέρμανση πόλεως και για βιομηχανική θέρμανση, συναγωνιζόμενο τη θέρμανση με ατμό.
Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο η ραγδαία εξέλιξη του κλιματισμού δίνει νέα ώθηση στις μεθόδους θερμάνσεως. Έτσι, παράλληλα με την εξέλιξη των παλαιών θερμαντικών σωμάτων σε απόδοση και εμφάνιση, τα οποία εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται σε εγκαταστάσεις που είναι μόνο για θέρμανση αναπτύσσονται και νέες μέθοδοι για θέρμανση, συνήθως συνδυασμένες με ψύξη, μερικές από τις οποίες είναι:
α) H θέρμανση με θερμό αέρα, ο οποίος παράγεται σε σύγχρονους αερολέβητες
β) H θέρμανση με νέου τύπου θερμαντικά σώματα, που ονομάζονται τερματικές μονάδες (σχ. 1.1 ια), οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για ψύξη Οι μονάδες αυτές έχουν πολύ μεγαλύτερη απόδοση, από ό,τι τα παλαιά θερμαντικά σώματα, λόγω της εξαναγκασμένης κυκλοφορίας του αέρα σ' αυτές.
γ) H θέρμανση με αντλία θερμότητας, δηλαδή η θέρμανση με εξαναγκασμένη μεταφορά θερμότητας από ένα ψυχρότερο σώμα σε ένα θερμότερο (για τον τρόπο αυτόν της θερμάνσεως μιλάμε αναλυτικά στο κεφάλαιο 6). Κατά την εξαναγκασμένη αυτή μεταφορά, η οποία είναι αντίθετη από τη φυσική μεταφορά θερμότητας από ένα θερμότερο σώμα σε ένα ψυχρότερο, εξασφαλίζεται η θέρμανση ενός χώρου χωρίς την ενεργειακά δαπανηρή κατανάλωση κάποιου καυσίμου για καύση.
H αντλία θερμότητας ήταν γνωστή από το 1851, ως αρχή του αντίστροφου θερμικού κύκλου που είχε εκφρασθεί θεωρητικά από τον Kelvin. H χρήση της όμως για θέρμανση έγινε οικονομικά συμφέρουσα πολύ αργότερα, λόγω της δυνατότητας που πρόσφερε για συνδυασμένη θέρμανση και ψύξη. Στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πόλεμου, στην Ελβετία, οι αντλίες θερμότητας που χρησιμοποιούσαν ηλεκτρική ενέργεια από υδροηλεκτρικούς σταθμούς, ήταν σε εκτεταμένη χρήση λόγω της ελλείψεως καυσίμων για θέρμανση.
Τελευταία, η χρήση των αντλιών θερμότητας απλώνεται σε παγκόσμια κλίμακα, τόσο λόγω του αυξημένου ενεργειακού κόστους των κλασικών μεθόδων θερμάνσεως, όσο και λόγω της ανάγκης για εξοικονόμηση ενέργειας, η οποία επιβάλλει διάφορα πολύπλοκα συστήματα θερμάνσεως, όπου η αντλία θερμότητας παίζει
συνήθως ένα σημαντικό ρόλο. Σ' αυτά τα συστήματα θερμάνσεως εντάσσεται και η ηλιακή θέρμανση (σχ. 1.1 ιβ) η οποία περιορίζει στο ελάχιστο την κατανάλωση συμβατικών καυσίμων ή ηλεκτρικής ενέργειας και η οποία μετά την ενεργειακή κρίση του 1972 αναπτύσσεται ραγδαία. Έχει ήδη να παρουσιάσει πολλές εφαρμογές, τις περισσότερες στη θέρμανση νερού οικιακής χρήσεως, κυρίως στο Ισραήλ, τη Νότια Γαλλία, σε περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών, και τέλος στη χώρα μας, όπου από το 1978 υφίσταται και «Ένωση Κατασκευαστών Συστημάτων Εκμεταλλεύσεως Ηλιακής Ενέργειας».